διαφθείρομαι

διαφθείρομαι
διαφθείρομαι, διαφθάρηκα, διεφθαρμένος βλ. πίν. 229
——————
Σημειώσεις:
διαφθείρομαι : η μτχ. διεφθαρμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο αυτός που διακρίνεται για διαφθορά, ανηθικότητα, εξαχρείωση.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαφθείρομαι — διαφθείρω destroy utterly aor subj mid 1st sg (epic) διαφθείρω destroy utterly pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλοδιαφθείρομαι — διαφθείρομαι από κάποιον και συγχρόνως τόν διαφθείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διαφθείρω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • διαθρύπτω — (AM) [θρύπτω] 1. καταθρυμματίζω, κατασυντρίβω, κάνω θρύψαλα 2. (για ψωμί) διανέμω σε τεμάχια αρχ. 1. κολακεύω 2. μέσ. διαθρύπτομαι κορδώνομαι, καμαρώνω, κολακεύομαι 3. παθ. διαφθείρομαι από κολακείες, χλιδή κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • εκφυλίζω — 1. αλλοιώνω τη φύση κάποιου 2. μέσ. υφίσταμαι αλλοιώσεις πνευματικές ή και σωματικές, διαφθείρομαι «εκφυλισμένος άνθρωπος» 3. μτφ. (για αρρώστια και ανώμαλη ενέργεια ή κατάσταση) χάνω την οξύτητά μου «η αρρώστια, η επανάσταση, η απεργία κ.λπ.… …   Dictionary of Greek

  • εξαυλούμαι — ἐξαυλοῡμαι, έομαι (AM [άυλος] μσν. 1. διαφθείρομαι («ἤθους ὄντα ἐξηυλημένου», Ευστ.) 2. ακούω τον ήχο τού αυλού αρχ. (για το επιστόμιο τού αυλού) αχρηστεύομαι, φθείρομαι …   Dictionary of Greek

  • καταρχαιρεσιάζω — (Α) 1. νικώ κάποιον στις εκλογές, ιδίως με άνομα μέσα 2. παθ. καταρχαιρεσιάζομαι διαφθείρομαι με δώρα, δεκάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρχαιρεσιάζω (< ἀρχαιρεσία «συνέλευση για εκλογή αρχών»)] …   Dictionary of Greek

  • καταχαλώ — και καταχαλνώ (AM καταχαλῶ, άω, Μ και καταχαλνώ) (μτβ.) καταστρέφω, φθείρω ολοσχερώς νεοελλ. (αμτβ.) καταστρέφομαι εντελώς νεοελλ. μσν. 1. γκρεμίζω 2. εξαφανίζω, αφανίζω 3. εξολοθρεύω, φονεύω 4. βασανίζω, τυραννώ 5. (ο πληθ. τού ουδ. τής μτχ. παθ …   Dictionary of Greek

  • παραφθείρω — ΝΜΑ φθείρω, νοθεύω κάπως, αλλοιώνω κατά τι, ιδίως προς το χειρότερο μσν. 1. παθ. παραφθείρομαι πέφτω σε αχρησία («νόμος ἄρτι παρεφθάρη» Ιω. Λυδ.) 2. αλλάζω, μεταβάλλω 3. μτφ. διαφθείρω τη συνείδηση κάποιου με διάφορα μέσα μσν. αρχ. παθ. φθείρομαι …   Dictionary of Greek

  • σαπίζω — Ν 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι σάπιο, προκαλώ την αποσύνθεση οργανικού σώματος 2. (αμτβ.) γίνομαι σάποιος, υφίσταμαι σήψη, σήπομαι («σάπισε το πάτωμα από την υγρασία») 3. μτφ. διαφθείρομαι στην ψυχή ή στο πνεύμα 4. φρ. α) «τόν σάπισε στο ξύλο» τόν… …   Dictionary of Greek

  • συμπεριφθείρομαι — Α [περιφθείρομαι] διαφθείρομαι κατά την συναναστροφή μου με κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”